λιμοκοντόρος

λιμοκοντόρος
ο
φτωχός νέος που ντύνεται κομψά και επιδεικτικά: Οι γονείς της δε θέλουν για γαμπρό τους αυτόν το λιμοκοντόρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιμοκοντόρος — ο 1. (σκωπτ.) νέος που κρύβει τη φτώχεια ή τις στερήσεις του κομψευόμενος και ερωτοτροπώντας με επιδεικτικούς τρόπους και επιδεικτική εμφάνιση 2. παλαιό μονόδραχμο χαρτονόμισμα («διπλός λιμοκοντόρος») το δίδραχμο). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμοκόντης <… …   Dictionary of Greek

  • λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • τζιτζιφιόγκος — ο, Ν λιμοκοντόρος, κομψευόμενος άνδρας …   Dictionary of Greek

  • Κόλμαν, Τζορτζ — (George Colman, 1732 – 1794). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη. Το πρώτο του θεατρικό έργο, Λιμοκοντόρος, παρουσιάστηκε αρχικά το 1760, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησαν τα Ζηλότυπη σύζυγος και Κρυφός Γάμος – το… …   Dictionary of Greek

  • τζιτζιφιόγκος — ο λιμοκοντόρος, κομψευόμενος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”